- εὐφυέες
- εὐφυήςwell-grownmasc/fem nom/voc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδέ — (I) ἰδέ (Α) 1. και («εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ ὑπένερθεν», Ομ. Ιλ.) 2. επιγρ. σ αυτή την περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντωνυμία *ι (πρβλ. ι θαγενής) + μόριο δε]. (II) και ιδές και ίδε (ΑΜ ἴδε, αττ. τ. ἰδέ) 1. βλέπε, δες («ἴδ , ὦ φίλα γυναικῶν» … Dictionary of Greek